Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοοτροπία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νοοτροπία [nɔɔtrɔˈpia] SUBST θηλ

1. νοοτροπία:

νοοτροπία
Denkweise θηλ

2. νοοτροπία (λαού):

νοοτροπία
Mentalität θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский