Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: νεωτεριστής , νεωτερικότητα , νεωτεριστικός , πρωτεργάτρια και νεωτερισμός

νεωτεριστής (νεωτερίστρια) [nɛɔtɛrisˈtis, nɛɔtɛˈristria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

νεωτεριστής (νεωτερίστρια)
Neuerer αρσ (Neuerin) θηλ

νεωτεριστικ|ός <-ή, -ό> [nɛɔtɛristiˈkɔs] ΕΠΊΘ

νεωτερισμός [nɛɔtɛrizˈmɔs] SUBST αρσ

πρωτεργάτης [prɔtɛrˈɣatis] SUBST αρσ, πρωτεργάτισσα [prɔtɛrˈɣatisa], πρωτεργάτρια [prɔtɛrˈɣatria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский