Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νεογνό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νεογνό [nɛɔˈɣnɔ] SUBST ουδ

νεογνό
Neugeborenes ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский