Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ναυαγοσωστικό , ναυαγοσωστικός και ναυαγοσώστης

ναυαγοσωστικό [navaɣɔsɔstiˈkɔ] SUBST ουδ

ναυαγοσωστικ|ός <-ή, -ό> [navaɣɔsɔstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ναυαγοσώστης (ναυαγοσώστρια) [navaɣɔˈsɔstis, -ˈsɔstria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (σε πλαζ, πισίνα)

ναυαγοσώστης (ναυαγοσώστρια)
Rettungsschwimmer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский