Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νέφωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νέφωσ|η <-εις> [ˈnɛfɔsi] SUBST θηλ

νέφωση
Bewölkung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский