Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μύριοι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μύρι|οι <-ες, -α> [ˈmirii] ΕΠΊΘ SUBST πλ

1. μύριοι (αριθμητικό):

μύριοι

2. μύριοι (αμέτρητοι):

μύριοι

Παραδειγματικές φράσεις με μύριοι

χίλιοι μύριοι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский