Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μόσχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μόσχ|ος [ˈmɔsxɔs] SUBST αρσ

1. μόσχος (μοσχάρι):

μόσχος
Kalb ουδ

2. μόσχος (άρωμα):

μόσχος
Moschus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский