Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μυθιστορηματικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μυθιστορηματικ|ός <-ή, -ό> [miθistɔrimatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μυθιστορηματικός (αναφερόμενος στο μυθιστόρημα):

μυθιστορηματικός
Roman-

2. μυθιστορηματικός (με χαρακτηριστικά μυθιστορήματος):

μυθιστορηματικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский