Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπούτι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπούτι [ˈbuti] SUBST ουδ

1. μπούτι (ανθρώπου):

μπούτι
Schenkel αρσ

2. μπούτι ΜΑΓΕΙΡ:

μπούτι
Keule θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский