Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπούστο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπούστος [ˈbustɔs] SUBST αρσ, μπούστο [ˈbustɔ] SUBST ουδ

1. μπούστος (προτομή):

Büste θηλ

2. μπούστος (γυναικείο ρούχο):

Korsett ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский