Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπουντρούμι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπουντρούμι [bunˈdrumi] SUBST ουδ

1. μπουντρούμι (υπόγεια φυλακή):

μπουντρούμι
Kerker αρσ

2. μπουντρούμι μτφ (σκοτεινό στενόχωρο σπίτι, χώρος):

μπουντρούμι
Loch ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский