Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπουμ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μπουμ [bum] SUBST ουδ αμετάβλ

1. μπουμ (κρότος):

μπουμ
Knall αρσ

2. μπουμ (ανοδική τάση):

μπουμ
Boom αρσ
μπουμ εξαγωγών
Exportboom αρσ

II . μπουμ [bum] ΕΠΙΦΏΝ

μπουμ
bum
μπαμ μπουμ! (για κανόνι)
bum bum!

Παραδειγματικές φράσεις με μπουμ

μπουμ εξαγωγών
Exportboom αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский