Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπιζέλι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπιζέλι [biˈzɛli] SUBST ουδ

μπιζέλι
Erbse θηλ
μπιζέλι Αιγύπτου
Helmbohne θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μπιζέλι

μπιζέλι Αιγύπτου
Helmbohne θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский