Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπαρουτιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μπαρουτιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [baruˈtçazɔ] VERB μεταβ (εξοργίζω)

μπαρουτιάζω

II . μπαρουτιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [baruˈtçazɔ] VERB αμετάβ (εξοργίζομαι)

μπαρουτιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский