Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπαμπέσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπαμπέσ|ης <-ηδες> [baˈbɛsis] SUBST αρσ, μπαμπέσα [baˈbɛsa] SUBST θηλ

1. μπαμπέσης (άντρας):

Schurke αρσ

2. μπαμπέσης (γυναίκα):

Biest ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский