Ελληνικά » Γερμανικά

μπακαλική [bakaliˈci] SUBST θηλ

μπακαλιάρος [bakaˈʎarɔs] SUBST αρσ

μπακάλικο [baˈkalikɔ] SUBST ουδ

μπακάλ|ης <-ηδες> [baˈkalis] SUBST αρσ, μπακάλισσα [baˈkalisa] SUBST θηλ

μπατζανάκ|ης <-ηδες> [badzaˈnacis] SUBST αρσ, μπατζανάκισσα [badzaˈnacisa] SUBST θηλ

μπακλαβ|άς <-άδες> [baklaˈvas] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский