Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μούγκρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μούγκρισμα [ˈmuŋgrizma] SUBST ουδ

1. μούγκρισμα (φωνή):

μούγκρισμα
Brüllen ουδ

2. μούγκρισμα (ανέμου, θάλασσας):

μούγκρισμα
Brausen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский