Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοσχοβολώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοσχοβολ|ώ [mɔsxɔvɔˈlɔ], μοσκοβολ|ώ [mɔskɔvɔˈlɔ] <-άς, -ησα> VERB αμετάβ

μοσχοβολώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский