Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μονοκόμματος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μονοκόμματ|ος <-η, -ο> [mɔnɔˈkɔmatɔs] ΕΠΊΘ

1. μονοκόμματος (από ένα κομμάτι):

μονοκόμματος

2. μονοκόμματος (άκαμπτος):

μονοκόμματος

3. μονοκόμματος (ντόμπρος):

μονοκόμματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский