Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοναστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοναστικ|ός <-ή, -ό> [mɔnastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

μοναστικός
Mönchs-, mönchisch

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский