Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μηχανολόγος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μηχανολόγος [mixanɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

μηχανολόγος
Ingenieur(in) αρσ (θηλ)
μηχανολόγος μηχανικός

Παραδειγματικές φράσεις με μηχανολόγος

μηχανολόγος μηχανικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский