Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μηρυκάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μηρυκά|ζω <-σα> [miriˈkazɔ] VERB μεταβ/αμετάβ και μτφ

μηρυκάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский