Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μετωπιαίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μετωπιαί|ος <-α, -ο> [mɛtɔpiˈɛɔs] ΕΠΊΘ

μετωπιαίος
Stirn-
Stirnnerv αρσ
Stirnbein ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με μετωπιαίος

μετωπιαίος λοβός
μετωπιαίος κόλπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский