Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταλλευτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταλλευτικ|ός <-ή, -ό> [mɛtalɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μεταλλευτικός (σχετικός με τη μετάλλευση):

μεταλλευτικός
Bergbau-, bergbaulich
Erzproduktion θηλ
Erzbergbau αρσ

2. μεταλλευτικός (σχετικός με τα μέταλλα):

μεταλλευτικός
Mineral-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский