Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μετέρχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μετ|έρχομαι <-ήλθα> [mɛˈtɛrxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. μετέρχομαι (επάγγελμα):

μετέρχομαι

2. μετέρχομαι (χρησιμοποιώ, εφαρμόζω):

μετέρχομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский