Ελληνικά » Γερμανικά

μελαν|ός <-ή, -ό> [mɛlaˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. μελανός (από το κρύο):

μελανός
(ganz) blaue Hände θηλ πλ

2. μελανός (ουρανός):

μελανός

3. μελανός μτφ (περιγραφή, μέλλον):

μελανός

μελαν|ής <-ιά, -ί> [mɛlaˈnis], μελαν|ός [mɛlaˈnɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский