Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεγεθύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεγεθύ|νω <-να, -νθηκα, -σμένος> [mɛjɛˈθinɔ] VERB μεταβ

μεγεθύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский