Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαχητικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαχητικότητα [maçitiˈkɔtita] SUBST θηλ

1. μαχητικότητα (ικανότητα):

μαχητικότητα

2. μαχητικότητα (διάθεση):

μαχητικότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский