Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαχαιρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαχαιρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [maçɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. μαχαιρώνω (τραυματίζω):

μαχαιρώνω κάποιον

2. μαχαιρώνω (σκοτώνω):

μαχαιρώνω κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με μαχαιρώνω

μαχαιρώνω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский