Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ματαιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ματαιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [matɛˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. ματαιώνω (εμποδίζω να γίνει κάτι, απόπειρα):

ματαιώνω

2. ματαιώνω (αποφασίζω να μη γίνει κάτι):

ματαιώνω

II . ματαιώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (σχέδια κτλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский