Ελληνικά » Γερμανικά

μαρσάρ|ω <-ισα> [marˈsarɔ] VERB μεταβ (μηχανή)

μαρσάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский