Ελληνικά » Γερμανικά

μακροσκελ|ής <-ής, -ές> [makrɔscɛˈlis] ΕΠΊΘ μτφ

μακροσκελής

μακροσκελής ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
μακροσκελής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский