Ελληνικά » Γερμανικά

λουξεμβούργι|ος <-α, -ο> [luksɛɱˈvurjiɔs] ΕΠΊΘ

λουξεμβούργιος

Λουξεμβούργι|ος (-α) [luksɛɱˈvurji|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский