Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: λογοκρισία , λογοδιάρροια , λογοκλοπία και λογοκρίνω

λογοκρισία [lɔɣɔkriˈsia] SUBST θηλ

λογοδιάρροια [lɔɣɔðiˈaria] SUBST θηλ

λογοκρί|νω <-να, -θηκα, -μένος> [lɔɣɔˈkrinɔ] VERB μεταβ

λογοκλοπία [lɔɣɔklɔˈpia], λογοκλοπή [lɔɣɔklɔˈpi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский