Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λεπτεπίλεπτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λεπτεπίλεπτ|ος <-η, -ο> [lɛptɛˈpilɛptɔs] ΕΠΊΘ

1. λεπτεπίλεπτος (στο σώμα, στην εμφάνιση):

λεπτεπίλεπτος

2. λεπτεπίλεπτος (στους τρόπους):

λεπτεπίλεπτος

3. λεπτεπίλεπτος (ευαίσθητος):

λεπτεπίλεπτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский