Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λατρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λατρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ε(υ)μένος> [laˈtrɛvɔ] VERB μεταβ

1. λατρεύω (θεότητα):

λατρεύω

2. λατρεύω (άνθρωπο):

λατρεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский