Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαστιχένιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαστιχένι|ος <-α, -ο> [lastiˈçɛɲɔs] ΕΠΊΘ

1. λαστιχένιος (από λάστιχο):

λαστιχένιος
aus Gummi, Gummi-

2. λαστιχένιος (ευλύγιστος):

λαστιχένιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский