Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λίπασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λίπασμα [ˈlipazma] SUBST ουδ

λίπασμα
Dünger αρσ
αζωτούχο λίπασμα
αζωτούχο λίπασμα
καλιούχο λίπασμα
φωσφορικό λίπασμα

Παραδειγματικές φράσεις με λίπασμα

αζωτούχο λίπασμα
καλιούχο λίπασμα
φωσφορικό λίπασμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский