Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λήπτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λήπτης (λήπτρια) [ˈliptis, ˈliptria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

λήπτης (λήπτρια)
Empfänger(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με λήπτης

Spendenempfänger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский