Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κόσμημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κόσμημα [ˈkɔzmima] SUBST ουδ

1. κόσμημα (στοιχείο διακόσμησης):

κόσμημα
Verzierung θηλ

2. κόσμημα (αντικείμενο):

κόσμημα
Schmuckstück ουδ
Schmuck αρσ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский