Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κόπωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κόπωσ|η <-εις> [ˈkɔpɔsi] SUBST θηλ

1. κόπωση:

κόπωση
Erschöpfung θηλ
κόπωση
Ermüdung θηλ
χρόνια κόπωση

2. κόπωση ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

κόπωση
Ermüdung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κόπωση

χρόνια κόπωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский