Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κόλον“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κόλον [ˈkɔlɔn] SUBST ουδ ΑΝΑΤ

κόλον
Dickdarm αρσ
εγκάρσιο κόλον
ανιόν κόλον

κολόν [kɔˈlɔn] SUBST ουδ αμετάβλ

Παραδειγματικές φράσεις με κόλον

εγκάρσιο κόλον
ανιόν κόλον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский