Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κωλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κωλώ|νω <-σα> [kɔˈlɔnɔ] VERB αμετάβ

κωλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский