Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυψέλη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυψέλη [ciˈpsɛli] SUBST θηλ

1. κυψέλη:

κυψέλη
Bienenkorb αρσ

2. κυψέλη μτφ:

κυψέλη
Bienenhaus ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский