Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κρύπτη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κρύπτη [ˈkripti] SUBST θηλ

1. κρύπτη (κρυψώνας):

κρύπτη
Versteck ουδ

2. κρύπτη ΘΡΗΣΚ:

κρύπτη
Krypta θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский