Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουρέλι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουρέλι [kuˈrɛli] SUBST ουδ

κουρέλι
Lumpen αρσ
κουρέλι
Fetzen αρσ
κάνω κάποιον κουρέλι μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με κουρέλι

κάνω κάποιον κουρέλι μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский