Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοπρίτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοπρίτης (κοπρίτισσα) [kɔˈpritis, kɔˈpritisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κοπρίτης (κοπρίτισσα)
Faulpelz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский