Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοντοστέκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοντοστ|έκω [kɔndɔˈstɛkɔ], κοντοστ|έκομαι [kɔndɔˈstɛkɔmɛ] <-άθηκα> VERB αμετάβ

1. κοντοστέκω (σταματώ):

κοντοστέκω

2. κοντοστέκω (σε ομιλία):

κοντοστέκω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский