Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κονδύλι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κονδύλι [kɔnˈðili] SUBST ουδ ΟΙΚΟΝ

κονδύλι
Posten αρσ
κονδύλι δαπανών
Ausgabeposten αρσ
εξισωτικό κονδύλι
πιστωτικό κονδύλι
Habenposten αρσ
χρεωστικό κονδύλι
Sollposten αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κονδύλι

εξισωτικό κονδύλι
κονδύλι δαπανών
πιστωτικό κονδύλι
χρεωστικό κονδύλι
Sollposten αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский