Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κομπιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κομπιά|ζω <-σα> [kɔmˈbjazɔ] VERB αμετάβ (στο φαγητό, στην ομιλία)

κομπιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский